Inwestować στα ελληνικά

Μετάφραση: inwestować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Inwestować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inwestor στα ελληνικά - επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
  • inwestowanie στα ελληνικά - επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό
  • inwestycja στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
  • inwestycyjny στα ελληνικά - των επενδύσεων, της επένδυσης, επενδύσεων, επένδυσης, επενδυτικών
Τυχαίες λέξεις
Inwestować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν