Jeden στα ελληνικά
Μετάφραση: jeden, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύπαντρος, πέλμα, μία, μονός, μόνος, ένας, μονόκλινος, γλώσσα, ένα, μια, ενός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- babcia στα ελληνικά - γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
- bibularz στα ελληνικά - σημειωματάριο, να γραψίματος, γραψίματος, Παράθυρο γραψίματος
- deprecjonować στα ελληνικά - προστυχαίνω, απόσβεση, υποτιμηθεί, υποτιμάται, αποσβέσει, την απόσβεση
- dobroduszność στα ελληνικά - bonhomie, καλοκαγαθίας
Τυχαίες λέξεις
Jeden στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, πέλμα, μία, μονός, μόνος, ένας, μονόκλινος, γλώσσα, ένα, μια, ενός
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, πέλμα, μία, μονός, μόνος, ένας, μονόκλινος, γλώσσα, ένα, μια, ενός