Πέλμα στα πολωνικά

Μετάφραση: πέλμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flądra, sola, podeszwa, pojedynczy, zelówka, zelować, stopa, jeden, jedyny, buta, wyłączny
Πέλμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέλμα

πέλμα ποδιού, πέλμα sbd 285-3 allteq, πέλμα πόνος, πέλμα ελαστικού, πέλμα σκούπας, πέλμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, πέλμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • πέλαγος στα πολωνικά - morze, morski, Sea, morza, na morze
  • πέλεκας στα πολωνικά - rębarka, redukować, tasak, helikopter, kilof, ciupaga, siekiera, ...
  • πέμπτος στα πολωνικά - piąty, piąta, piąte, piątym, piątego
  • πένθιμος στα πολωνικά - żałobny, pogrzebowy, bolesny, przedpogrzebowy, smutny, ponury, poważny, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέλμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: flądra, sola, podeszwa, pojedynczy, zelówka, zelować, stopa, jeden, jedyny, buta, wyłączny