Jednakowo στα ελληνικά

Μετάφραση: jednakowo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξίσου, όμοιος, ομοίως, όσο, ομοειδή, όμοια
Jednakowo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aksamitność στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
  • analiza στα ελληνικά - εξέταση, ανάλυση, διεργασία, δοκιμάζω, αποτιμώ, ανάλυσης, την ανάλυση, ...
  • chlupot στα ελληνικά - παφλάζω, γόνατα, πλαταγίζω, γύρος, αποστομώ, φίμωσης, φίμωση, ...
  • hydrofobia στα ελληνικά - λύσσα, υδροφοβία
Τυχαίες λέξεις
Jednakowo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξίσου, όμοιος, ομοίως, όσο, ομοειδή, όμοια