Jedyny στα ελληνικά

Μετάφραση: jedyny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένας, μοναδικός, μία, ανύπαντρος, πέλμα, μόνο, γλώσσα, μοναχός, μονός, ένα, μόνος, μονόκλινος, γυμνός, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Jedyny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atrakcyjny στα ελληνικά - ελκυστικός, επιθυμητός, αγαθός, καλός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ...
  • gnuśny στα ελληνικά - τεμπέλης, νωχελής, αργόσχολος, άνεργος, αδρανής, άτονος, δυσκίνητος, ...
  • grabki στα ελληνικά - τσουγκράνες, χτένια, ελισσόμενα, πτερύγων
  • ibis στα ελληνικά - ίβης, Ibis, Το Ibis, ξενοδοχείο Ibis
Τυχαίες λέξεις
Jedyny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένας, μοναδικός, μία, ανύπαντρος, πέλμα, μόνο, γλώσσα, μοναχός, μονός, ένα, μόνος, μονόκλινος, γυμνός, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για