Kąpać στα ελληνικά
Μετάφραση: kąpać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάζω, σταλάζω, καταβρέχω, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μικροποσότητα, λούζομαι, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrząstka στα ελληνικά - χόνδρου, χόνδρο, χόνδρος, χόνδρων, του χόνδρου
- getto στα ελληνικά - γκέττο, γκέτο, γκέτο της, του γκέτο
- hultaj στα ελληνικά - μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, varmint
- impresjonizm στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
Τυχαίες λέξεις
Kąpać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάζω, σταλάζω, καταβρέχω, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μικροποσότητα, λούζομαι, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Μεταφράσεις: στάζω, σταλάζω, καταβρέχω, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μικροποσότητα, λούζομαι, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει