Kamień στα ελληνικά

Μετάφραση: kamień, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροκ, λιθοβολώ, πετροβολώ, κλίμακας, κόσμημα, πέτρα, αμετάπειστος, γούνα, λέπι, λικνίζω, κλίμακα, κλιμάκωση, τρίχωμα, κουνώ, άκαμπτος, λογισμός, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Kamień στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autokratyczny στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
  • ciążenie στα ελληνικά - βαρύτητα, τάση, την τάση, τάσης, η τάση, ροπή
  • ekspropriacja στα ελληνικά - απαλλοτρίωση, απαλλοτρίωσης, απαλλοτριώσεων, απαλλοτριώσεις, απαλλοτριώσεως
  • feliks στα ελληνικά - Feliks, τον Feliks, Ο Feliks, του Feliks
Τυχαίες λέξεις
Kamień στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροκ, λιθοβολώ, πετροβολώ, κλίμακας, κόσμημα, πέτρα, αμετάπειστος, γούνα, λέπι, λικνίζω, κλίμακα, κλιμάκωση, τρίχωμα, κουνώ, άκαμπτος, λογισμός, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη