Kamienienie στα ελληνικά
Μετάφραση: kamienienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτρα, πετροβολώ, λιθοβολώ, ΠΕΤΡΑ, STONE, ΠΕΤΡΙΝΗ, ΠΕΤΡΙΝΟ, ΠΕΤΡΑΣ
Μεταφράσεις
- chlew στα ελληνικά - χαλάζιο, κριθαράκι, χοιροστάσιο, το χοιροστάσιο, στο χοιροστάσιο
- częstokół στα ελληνικά - φράχτης, φράκτης εκ πασσάλων, οχύρωμα εκ πασσάλων, λοφοσειράς, πασσαλώδες, Το τείχος με πασσάλους
- dublon στα ελληνικά - δουβλόνι
- finansowy στα ελληνικά - οικονομικός, χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
Τυχαίες λέξεις
Kamienienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτρα, πετροβολώ, λιθοβολώ, ΠΕΤΡΑ, STONE, ΠΕΤΡΙΝΗ, ΠΕΤΡΙΝΟ, ΠΕΤΡΑΣ
Μεταφράσεις: πέτρα, πετροβολώ, λιθοβολώ, ΠΕΤΡΑ, STONE, ΠΕΤΡΙΝΗ, ΠΕΤΡΙΝΟ, ΠΕΤΡΑΣ