Karność στα ελληνικά

Μετάφραση: karność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Karność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antycypacyjny στα ελληνικά - προβλεπτική, προληπτικά, προληπτικό, προληπτικής, προληπτική
  • doza στα ελληνικά - δοσολογία, στοιχείο, βαθμός, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
  • fordanser στα ελληνικά - ζιγκολό, Gigolo, Το Gigolo, Gigolo Το, συντηρούμενος από γυναίκα
  • huśtawka στα ελληνικά - τραμπάλα, κουνώ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Τυχαίες λέξεις
Karność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία