Karo στα ελληνικά

Μετάφραση: karo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποινή, πρόστιμο, κύρωση, διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
Karo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czerwonkowy στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
  • eksfoliacja στα ελληνικά - απολέπιση, απολέπισης, αποφλοίωση, την απολέπιση, αποφολίδωση
  • genetyka στα ελληνικά - φυσική, γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
Τυχαίες λέξεις
Karo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποινή, πρόστιμο, κύρωση, διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού