Katować στα ελληνικά
Μετάφραση: katować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adsorbent στα ελληνικά - προσροφητικόν, προσροφητού, προσροφητικό, προσροφητικού, προσροφητικό υλικό
- biogeochemia στα ελληνικά - βιοχημεία, βιογεωχημεία, βιογεωχημείας, τη βιοχημεία
- dygresyjny στα ελληνικά - παρεκβατικός, φθίνουσα, φθίνουσας, μειώνεται σταδιακά, φθίνουσες
- gospodarowanie στα ελληνικά - διοίκηση, νοικοκυριό, οικοκυρική, υπηρεσία καθαριότητας, οροφοκομίας, υπηρεσία οροφοκομίας
Τυχαίες λέξεις
Katować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις: βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια