Kiełkować στα ελληνικά

Μετάφραση: kiełkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννώ, βλαστάνω, προέρχομαι, φυτρώνω, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, φυτρώνουν, βλαστάνουν
Kiełkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anatomia στα ελληνικά - ανατομία, ανατομίας, την ανατομία, της ανατομίας, ανατομική
  • cyrograf στα ελληνικά - συγκολλώ, συνδέω, δεσμός, εχέγγυο, υπόσχομαι, ενέχυρο, υπόσχεση, ...
  • dziobek στα ελληνικά - στόμα, στόμιο, ράμφος, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
  • dziąsłowy στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
Τυχαίες λέξεις
Kiełkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννώ, βλαστάνω, προέρχομαι, φυτρώνω, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, φυτρώνουν, βλαστάνουν