Kierować στα ελληνικά

Μετάφραση: kierować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρίζομαι, διοικώ, επιβλέπω, ηγούμαι, καταφέρνω, σκηνοθετώ, φέρσιμο, διαγωγή, εξουσιάζω, εφαρμόζω, εποπτεύω, μεταχειρίζομαι, σκοπός, οδηγώ, χορηγώ, συμπεριφορά, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Kierować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambasadorski στα ελληνικά - πρεσβευτικός, πρεσβευτικούς, πρέσβεων, πρεσβευτών, πρεσβευτικό
  • autarchia στα ελληνικά - απολυταρχία, αυταρχισμό, αυταρχισμού, αυταρχισμός, ο αυταρχισμός
  • decydent στα ελληνικά - απόφαση, λήψης αποφάσεων, λήψης των αποφάσεων, φορέα λήψης των αποφάσεων, λήψης απόφασης, λήπτης αποφάσεων
  • dziurka στα ελληνικά - τρύπα, κλειδαρότρυπα, αιμοκυανίνη, κλειδαρότρυπας, keyhole, η αιμοκυανίνη
Τυχαίες λέξεις
Kierować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρίζομαι, διοικώ, επιβλέπω, ηγούμαι, καταφέρνω, σκηνοθετώ, φέρσιμο, διαγωγή, εξουσιάζω, εφαρμόζω, εποπτεύω, μεταχειρίζομαι, σκοπός, οδηγώ, χορηγώ, συμπεριφορά, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης