Kierujący στα ελληνικά

Μετάφραση: kierujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Kierujący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baronowski στα ελληνικά - βαρωνικός, βαρονικός, αρχοντική, μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπές
  • długoletni στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, πολύχρονη, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμο, την πολύχρονη, μακράς διαρκείας
  • inwolucja στα ελληνικά - εμπλοκή, ενέλιξη, παλινδρόμηση, υποστροφή, ενέλιξης
  • izomorfizm στα ελληνικά - ισομορφισμός, ισομορφισμών, isomorphism, ισομορφία, ισομορφισμό
Τυχαίες λέξεις
Kierujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της