Kompromitować στα ελληνικά
Μετάφραση: kompromitować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακυβεύω, δυσμένεια, αμφισβητώ, συμβιβασμός, εξευτελίζω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antycyklon στα ελληνικά - αντικύκλωνας, αντικυκλώνα, αντικυκλώνας, αντικυκλώνα του
- dewastacja στα ελληνικά - ρημάζω, όλεθρος, ρήμαγμα, βανδαλισμός, καταστρέφω, ερήμωση, καταστροφή, ...
- gwałcić στα ελληνικά - κράμβη, παραβαίνω, παραβιάζω, αθετώ, βιασμός, βιασμού, βιασμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Kompromitować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακυβεύω, δυσμένεια, αμφισβητώ, συμβιβασμός, εξευτελίζω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Μεταφράσεις: διακυβεύω, δυσμένεια, αμφισβητώ, συμβιβασμός, εξευτελίζω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση