Αμφισβητώ στα πολωνικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podważać, zdyskredytować, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, kompromitować, powątpiewanie, wątpić, niesława, nieufność, dyskredytować, falsyfikować, zwątpić, wątpliwość, pytanie, kwestia, sprawa, zapytania
Αμφισβητώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμφισβητώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα πολωνικά - dyskusyjny, kontrowersyjny, sporny, polemiczny, wątpliwy, wątpliwe, wątpliwa, ...
  • αμφισβητούμενος στα πολωνικά - rozważać, przeprowadzać, poruszać, naradzać, narada, rada, kontrowersyjny, ...
  • αμφισημία στα πολωνικά - dwuznaczność, amfibologia, niejasność, niejednoznaczność, wieloznaczność, dwuznaczności
  • αμόνι στα πολωνικά - kowadło, kowadełko, kowadła, anvil, kowadełka
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: podważać, zdyskredytować, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, kompromitować, powątpiewanie, wątpić, niesława, nieufność, dyskredytować, falsyfikować, zwątpić, wątpliwość, pytanie, kwestia, sprawa, zapytania