Koncypować στα ελληνικά
Μετάφραση: koncypować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επινοώ, επινοήσει, επινοήσουν, εκπονήσει, σχεδιάσει, εκπόνηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deszczoodporny στα ελληνικά - αδιάβροχο, αδιάβροχη
- dozbrajać στα ελληνικά - επανεξοπλίζω, επανοπλίζω, επανεξοπλίσουμε, ξαναοπλίζουν, rearm
- gabinet στα ελληνικά - σπουδές, γραφείο, σπουδάζω, μελέτη, ιατρείο, θώκος, Office, ...
- incydentalny στα ελληνικά - τυχαίες, παρεπόμενες, παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτοντα, παρεπόμενα
Τυχαίες λέξεις
Koncypować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επινοώ, επινοήσει, επινοήσουν, εκπονήσει, σχεδιάσει, εκπόνηση
Μεταφράσεις: επινοώ, επινοήσει, επινοήσουν, εκπονήσει, σχεδιάσει, εκπόνηση