Kontrować στα ελληνικά

Μετάφραση: kontrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, στάσιμα νερά, τέλμα, backwater, στασιμότητα, εξορία
Kontrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • centaur στα ελληνικά - κένταυρος, Centaur, κένταυρο, κενταύρου, ο κένταυρος
  • depresja στα ελληνικά - ελάττωση, κατάθλιψη, ύφεση, μείωση, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, ...
  • destrukcyjny στα ελληνικά - καταστροφικός, ολέθριος, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές
  • dogmat στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
Τυχαίες λέξεις
Kontrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, στάσιμα νερά, τέλμα, backwater, στασιμότητα, εξορία