Korpulentny στα ελληνικά
Μετάφραση: korpulentny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, εύσαρκος, θαρραλέος, γερός, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amok στα ελληνικά - αμόκ, AMOK, ΑΜΟΚ, κατάσταση αμόκ, έξω φρενών
- bezładny στα ελληνικά - άτακτος, ασυνάρτητος, ακανόνιστος, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ...
- goniec στα ελληνικά - δρομέας, επίσκοπος, αθλητής, σελίδα, αγγελιοφόρος, δρομέα, συμμετέχων, ...
- interpretator στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
Τυχαίες λέξεις
Korpulentny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, εύσαρκος, θαρραλέος, γερός, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Μεταφράσεις: τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, εύσαρκος, θαρραλέος, γερός, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα