Λέξη: χτένα

Σχετικές λέξεις: χτένα

χτένα κουρέματος, χτένα furminator, χτένα λέιζερ, χτένα για ψείρες, χτένα για κόμπους, χτένα για ψύλλους, χτένα ονειροκρίτης, χτένα κρεπαρίσματος, χτένα για σκύλους, χτένα στα αγγλικά

Συνώνυμα: χτένα

κτένα, κηρήθρα, κορυφή κύματος, λειρί, τσατσάρα

Μεταφράσεις: χτένα

χτένα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
comb, a comb, of comb, the comb

χτένα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
batidor, peine, peine de, de peine, el peine, del peine

χτένα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kamm, kämmen, Kamm, Kamms

χτένα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peigner, peignez, peignons, peigne, peignent, sérancer, coiffer, crête, ratisser, rayon, un peigne, de peigne

χτένα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pettinare, pettine, pettine di, il pettine, a pettine

χτένα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pente, pentear, comb, pente de, favo

χτένα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kam, kammen, uitkammen, comb, kam van

χτένα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прочесывать, мять, чесалка, трепать, гребёнка, разбиваться, начесывать, расчёска, гребень, зачесывать, зачесать, расческа, скребница, рядок, начесать, причесать, гребенка, гребенки, расчески

χτένα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjemme, kam, kammen, kombi, vokskaker

χτένα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamma, kam, kammen, kamman, comb

χτένα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suka, kammata, sukia, suoria, setviä, kampa, comb, kampaa, ohjauskampa

χτένα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rede, kæmme, kam, kammen, comb

χτένα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vochlovat, učesat, hřeben, česat, komb, comb, hřebenový

χτένα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozczesać, czesać, zaczesywać, zgrzebło, uczesać, grzebień, comb, grzebienia, grzebieniowy, grzebieniowa

χτένα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gereben, fésülés, lóvakaró, fésű, kombinált, fésűt, fésűs, fésűvel

χτένα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarak, taramak, tarağı, petek, comb, taraklı

χτένα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зачесати, розчесати, чесати, гребінь, гребінець

χτένα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krihem, kreh, krehër, krehër të, lafshë, huall

χτένα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гребен, пита, гребена, гребен за

χτένα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грабянец, грэбень, гребень

χτένα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harjama, kamm, hari, kombineeritud, kammi, kammiga

χτένα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očešljati, češalj, saće, češljati, češljasti, češalj za, greben

χτένα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greiða, Comb, kambur, teng

χτένα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šukuoti, šukos, šepetys, iššukuoti, sušukuoti, karštuvai

χτένα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķemmēt, sukāt, ķemme, suka, saķemmēt, nosukāt

χτένα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чешелот, чешел, чешла, саќе, гребен, чешел за

χτένα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pieptene, fagure, pieptene de, pieptenele, în fagure

χτένα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
česat, glavnik, grebena, comb, Češalj, satja

χτένα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrebeň, erb, crest
Τυχαίες λέξεις