Krytykować στα ελληνικά
Μετάφραση: krytykować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαλώ, επικρίνω, μέμψη, ψέγω, κατακρίνω, μέμφομαι, κριτικάρω, επικρίνουν, κριτική, επικρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bark στα ελληνικά - ώμος, φλοιός, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
- cenotaf στα ελληνικά - κενοτάφιο, κενοταφίου, για κενοτάφιο, κενοτάφιό
- dekompilacja στα ελληνικά - αντιστρέφω, αντίστροφη μεταγλώττιση, αποσυμπίληση, αποσυμπίλησης, την αποσυμπίληση, την αντίστροφη μεταγλώττιση
- holografia στα ελληνικά - ολογραφία, ολογραφίας, η ολογραφία, την ολογραφία, κβαντικής ολογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Krytykować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαλώ, επικρίνω, μέμψη, ψέγω, κατακρίνω, μέμφομαι, κριτικάρω, επικρίνουν, κριτική, επικρίνει
Μεταφράσεις: εγκαλώ, επικρίνω, μέμψη, ψέγω, κατακρίνω, μέμφομαι, κριτικάρω, επικρίνουν, κριτική, επικρίνει