Kultywować στα ελληνικά
Μετάφραση: kultywować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλίζω, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- albinizm στα ελληνικά - αλβινισμός, albinism, Αλφισμός, λευκοπάθεια, αλμπινισμό
- bezbronność στα ελληνικά - τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
- deifikować στα ελληνικά - αποθεώνω, θεοποιώ, θεοποιούν, θεοποιήσουν, θεοποιεί
Τυχαίες λέξεις
Kultywować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλίζω, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Μεταφράσεις: σκαλίζω, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε