Kwestionować στα ελληνικά
Μετάφραση: kwestionować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιπαράθεση, διένεξη, ανακρίνω, ζήτημα, διαφωνία, ερώτηση, ερώτημα, διεκδικώ, λόγω, εν λόγω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astmatyczny στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- chlapa στα ελληνικά - τσούλα, πόρνη, παλιοθήλυκο, τσουλί, πόρνη που
- doszlusować στα ελληνικά - συνενώνω, ενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω
- inżynieria στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
Τυχαίες λέξεις
Kwestionować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιπαράθεση, διένεξη, ανακρίνω, ζήτημα, διαφωνία, ερώτηση, ερώτημα, διεκδικώ, λόγω, εν λόγω
Μεταφράσεις: αντιπαράθεση, διένεξη, ανακρίνω, ζήτημα, διαφωνία, ερώτηση, ερώτημα, διεκδικώ, λόγω, εν λόγω