Kwitować στα ελληνικά
Μετάφραση: kwitować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, απόδειξη, παραλαβή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archiwum στα ελληνικά - αρχεία, αρχείων, αρχείο, τα αρχεία, Archives
- banknot στα ελληνικά - νομοσχέδιο, λογαριασμός, ράμφος, σημειώνω, σημείωση, λογαριασμό, λογαριασμού, ...
- biernie στα ελληνικά - παθητικά, παθητική, παθητικώς, παθητικές, παθητικό
- ekstrawagancja στα ελληνικά - φιέστα, υπερβολή, σπατάλη, υπερβολής, extravagance, υπερβολές
Τυχαίες λέξεις
Kwitować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, απόδειξη, παραλαβή
Μεταφράσεις: λήψη, απόδειξη, παραλαβή