Lądować στα ελληνικά
Μετάφραση: lądować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορτίζω, προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, ζαλίκι, γεμίζω, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archaizm στα ελληνικά - αρχαϊσμός, αρχαϊσμό, αρχαϊσμού, τον αρχαϊσμό, έναν αρχαϊσμό
- dwuwymiarowy στα ελληνικά - δύο διαστάσεων, δισδιάστατο, δυσδιάστατη, δισδιάστατη, δισδιάστατων
- hydraulik στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλικού, υδραυλικούς, για υδραυλικούς
Τυχαίες λέξεις
Lądować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορτίζω, προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, ζαλίκι, γεμίζω, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
Μεταφράσεις: φορτίζω, προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, ζαλίκι, γεμίζω, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις