Lęgnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: lęgnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκολάπτομαι, άνοιγμα, επωάζω, μπουκαπόρτα
Lęgnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atleta στα ελληνικά - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
  • chloral στα ελληνικά - χλωράλη, χλωράλης, της χλωράλης
  • dyktatura στα ελληνικά - δικτατορία, δικτατορίας, δικτατορία του, τη δικτατορία, της δικτατορίας
  • fajka στα ελληνικά - τσιγάρο, αυλός, σωλήνας, πίπα, αδελφή, σωλήνα, σωλήνων, ...
Τυχαίες λέξεις
Lęgnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, άνοιγμα, επωάζω, μπουκαπόρτα