Λέξη: ώθηση

Σχετικές λέξεις: ώθηση

ώθηση φροντιστήριο, ώθηση facebook, ώθηση δύναμης, ώθηση σχολείο, ώθηση εκπαιδευτήρια, ώθηση εκδόσεις, ώθηση επιτυχόντες 2013, ώθηση α.ε, ώθηση συνώνυμα, ώθηση πατίνια

Συνώνυμα: ώθηση

επιμονή, ελατήριο, πτερνιστήρ, σπιρούνι, κέντρο, προαγωγή, καμπούρα, όγκος, σπρώξιμο, κτύπημα, χτύπημα, ορμή, φόρα, παρόρμηση, αιφνίδια ορμή, κίνηση, κίνητρο, προώθηση

Μεταφράσεις: ώθηση

ώθηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thrust, propulsion, boost, push, impulse, impetus

ώθηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impulsión, propulsión, empujar, empuje, de empuje, impulso, orientación, el empuje

ώθηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schubkraft, stoßen, einstecken, druck, stich, triebkraft, schieben, antrieb, schub, stecken, Schub, Schubkraft, Druck

ώθηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bourrade, poussée, propulsion, impulsion, enfoncer, attaque, buter, offensive, pousser, de poussée, butée, la poussée, orientation

ώθηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spinta, spingere, propulsione, impulso, di spinta, reggispinta, la spinta, slancio

ώθηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pressão, repercutir, impulso, impulsão, estocada, empuxo

ώθηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duwen, stoten, stoot, steek, stuwkracht, strekking, duw

ώθηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высовывать, продвижение, выпад, удар, толкать, толчок, тыкать, распор, втыкать, всаживать, уткнуться, толкнуть, совать, заколоть, надвиг, просовывать, упор, тяги, тяга, направленность

ώθηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støt, skubb, thrust, fremstøt, skyvekraft, stakk, skyve

ώθηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, dragkraft, tryck, inriktningen, drivkraft, inriktning

ώθηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pistää, iskeä, sysäys, tunkea, lykätä, sysätä, työntövoima, työntövoiman, työntövoimaa, painelevy, työntö

ώθηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støde, stak, hovedlinjerne, tryk, reaktionseffekt, fremdrift

ώθηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popud, strčit, vbodnout, vniknout, tlak, tlačit, pohon, nápor, výpad, vrazit, útok, tah, tahu, axiální, strčení, úder

ώθηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ofensywa, odrzut, zrzut, naciskać, napęd, impuls, ciąg, sztych, napór, szturchnięcie, zapuszczać, wścibiać, zrzucać, dźgnięcie, nasuwać, wpraszać, pchnięcie, nacisk, parcie

ώθηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolás, döfés, tolóerő, tolóerőt, axiális, tolóereje, tolóerejének

ώθηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itme, bindirme, baskı, basınç, itki

ώθηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напір, штовхати, штовхнути, засунений, підпори, поштовх, удар, удару, його удар, але його удар

ώθηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rras, fut, goditje, ngec, ngul

ώθηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тласък, натиск, тяга, тягата, на тягата

ώθηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ўдар, удар

ώθηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põtkima, tõukejõud, pistma, käimalükkamine, telgsurvejõud, tõukejõu, tõukejõudu, veojõud, põhieesmärki

ώθηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasrtaj, udar, tiskati, rekvizite, potisak, gurati, gurnuti

ώθηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lagði, lagði til, lagið, tog, framkraftur

ώθηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ictus

ώθηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trauka, traukos, esmė, esmę, varomoji jėga

ώθηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūdiens, sitiens, vilces, pamatjēga, bīdes spēks

ώθηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нафрли, потисок, удар, втурнати, зариен

ώθηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împingere, tracțiune, axial, de tracțiune, de împingere

ώθηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potisk, potiska, potisno, thrust, potisni

ώθηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohon, ťah, ťahu

Στατιστικά δημοτικότητας: ώθηση

Τυχαίες λέξεις