Lakierować στα ελληνικά
Μετάφραση: lakierować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάφω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aberracja στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρεκτροπή, εκτροπή, εκτροπής, εκτροπών, ανωμαλία
- alkoholiczny στα ελληνικά - αλκοολικός, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
- demografia στα ελληνικά - δημογραφία, τη δημογραφία, δημογραφίας, δημογραφία των, τη δημογραφία των
- elektroluks στα ελληνικά - HOOVER, σκούπα, ηλεκτρική σκούπα, σκουπα, του HOOVER
Τυχαίες λέξεις
Lakierować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάφω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Μεταφράσεις: βάφω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι