Lakoniczny στα ελληνικά
Μετάφραση: lakoniczny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βραχύλογος, κοντός, λιτός, λακωνικός, λακωνική, λακωνικό, λακωνικές, λακωνικά
Μεταφράσεις
- akompaniować στα ελληνικά - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
- antropofagia στα ελληνικά - ανθρωποφαγία
- czkawka στα ελληνικά - λόξυγγας, λόξιγκα, του λόξιγκα, λόξυγκα, λόξυγκας
- głowowy στα ελληνικά - κεφαλικός, κεφαλική, κεφαλικό, κεφαλικής, κεφαλικών
Τυχαίες λέξεις
Lakoniczny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βραχύλογος, κοντός, λιτός, λακωνικός, λακωνική, λακωνικό, λακωνικές, λακωνικά
Μεταφράσεις: βραχύλογος, κοντός, λιτός, λακωνικός, λακωνική, λακωνικό, λακωνικές, λακωνικά