Limitacja στα ελληνικά

Μετάφραση: limitacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Limitacja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cybuch στα ελληνικά - μίσχος, στέλεχος, στείρα, blowpipe, αυλός εμφύσησης, εμφύσηση με αυλό, λόγω σωλήνας εκφύσησης, ...
  • emocjonować στα ελληνικά - ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
  • falbanka στα ελληνικά - πιέτα, γαρνίρισμα, κράσπεδο, βολάν, φραμπαλά, κινούμαι νευρικά, κινούμαι ανυπομονώς
  • gęstwina στα ελληνικά - ρουμάνι, λόχμη, άλσος, θάμνων, thicket, θάμνους
Τυχαίες λέξεις
Limitacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της