Męstwo στα ελληνικά
Μετάφραση: męstwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντοχή, πνεύμα, καρδιά, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- destylacyjny στα ελληνικά - απόσταξη, απόσταξης, Η απόσταξη, αποστάξεως, τροφοδοτήσεως
- fotoreportaż στα ελληνικά - φωτογραφία, Φωτορεπορτάζ
- hałastra στα ελληνικά - συμμορία, όχλος, όχλου, όχλο, σκυλολόι, συρφετό
Τυχαίες λέξεις
Męstwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντοχή, πνεύμα, καρδιά, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Μεταφράσεις: αντοχή, πνεύμα, καρδιά, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα