Małżeński στα ελληνικά
Μετάφραση: małżeński, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyklerykalny στα ελληνικά - αντικληρικός, αντικληρικό
- deprecjacja στα ελληνικά - υποτίμηση, απόσβεση, απόσβεσης, αποσβέσεις, αποσβέσεων, απαξίωση
- dociekliwie στα ελληνικά - περίεργος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
- interfejs στα ελληνικά - διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση
Τυχαίες λέξεις
Małżeński στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι