Majętny στα ελληνικά
Μετάφραση: majętny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, ευκατάστατος, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Μεταφράσεις
- awantaż στα ελληνικά - κεφάλαιο, ενεργητικό
- bezczynność στα ελληνικά - αποτυχία, αδράνεια, απραξία, αδράνειας, η αδράνεια, απραξίας
- frakcjonowanie στα ελληνικά - κλασματοποίηση, κλασμάτωση, κλασματοποίησης, κλασμάτωσης, κλασματώσεως
- irradiacja στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβόληση, ακτινοβολίας, ακτινοβόλησης, την ακτινοβόληση
Τυχαίες λέξεις
Majętny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, ευκατάστατος, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Μεταφράσεις: εύπορος, ευκατάστατος, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων