Malować στα ελληνικά

Μετάφραση: malować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάφω, διακοσμώ, απεικονίζω, εικόνα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Malować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bełkotanie στα ελληνικά - ανοησίες, τραυλίζω, φυσαλίδες, φυσαλίδων, αναβρασμός, διοχέτευση, εμφύσηση
  • brakujący στα ελληνικά - ελλιπής, λείπει, λείπουν, που λείπουν, που λείπει, ελλείποντα
  • cechować στα ελληνικά - σουσούμι, σημειώνω, αφιέρωμα, έχω, σημαίνω, χαρακτηριστικό, βαθμός, ...
  • fosfat στα ελληνικά - φωσφορικό άλας, Φωσφορικό, φωσφορικών, Phosphate, Φωσφορικού
Τυχαίες λέξεις
Malować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάφω, διακοσμώ, απεικονίζω, εικόνα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει