Mamrotanie στα ελληνικά
Μετάφραση: mamrotanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alokować στα ελληνικά - αναθέτω, κατανέμω, διανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, ...
- awaria στα ελληνικά - αποτυχία, βλάβη, μέσος, πανωλεθρία, βλάπτω, επεισόδιο, ρήξη, ...
- chabrowy στα ελληνικά - μπλε, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
- dobrodziejstwo στα ελληνικά - όφελος, ευλογία, επωφελούμαι, επίδομα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, οφέλους, ...
Τυχαίες λέξεις
Mamrotanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Μεταφράσεις: ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν