Manewrować στα ελληνικά
Μετάφραση: manewrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doniośle στα ελληνικά - αναφερθεί, αναφέρθηκαν, ανέφεραν, ανέφερε, αναφέρθηκε
- doświadczać στα ελληνικά - εκδικάζω, πείραμα, εμπειρία, νιώθω, υφή, δοκιμάζω, αισθάνομαι, ...
- eteryczny στα ελληνικά - αρωματικός, πτητικός, αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
- hazard στα ελληνικά - ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, κίνδυνος, διακυβεύω, αποτολμώ, τα τυχερά παιχνίδια, τυχερά παιχνίδια, ...
Τυχαίες λέξεις
Manewrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Μεταφράσεις: ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό