Marnować στα ελληνικά
Μετάφραση: marnować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακομαθαίνω, καταδαπανώ, παραχαϊδεύω, λύμα, διασπαθίζω, σπατάλη, σπαταλώ, απόβλητα, χαλώ, κατασπαταλώ, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czytelnia στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, αίθουσα ανάγνωσης, αίθουσα μελέτης, αναγνωστηρίου
- finalizować στα ελληνικά - περατώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, οριστικοποιούν, οριστικοποιήσει, οριστικοποίηση, οριστικοποιήσουν, ...
- gadżet στα ελληνικά - Gadget, συσκευή, εργαλείο, του gadget, μικροεφαρμογή
- impresjonizm στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
Τυχαίες λέξεις
Marnować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακομαθαίνω, καταδαπανώ, παραχαϊδεύω, λύμα, διασπαθίζω, σπατάλη, σπαταλώ, απόβλητα, χαλώ, κατασπαταλώ, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Μεταφράσεις: κακομαθαίνω, καταδαπανώ, παραχαϊδεύω, λύμα, διασπαθίζω, σπατάλη, σπαταλώ, απόβλητα, χαλώ, κατασπαταλώ, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα