Masło στα ελληνικά
Μετάφραση: masło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezproblemowy στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, την απρόσκοπτη, ...
- chorowitość στα ελληνικά - αναγούλα, καχεξία, φιλασθένεια, ασθενικότης, νοσηρότητας
- deuter στα ελληνικά - δευτερίου, δευτέριο, του δευτερίου, το δευτέριο, δευτέριου
- gaik στα ελληνικά - Bosket
Τυχαίες λέξεις
Masło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
Μεταφράσεις: βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που