Βούτυρο στα πολωνικά

Μετάφραση: βούτυρο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maścić, omasta, masło, masła, butter, masłem, mas
Βούτυρο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούτυρο

βούτυρο καριτέ αγορά, βούτυρο θερμίδες, βούτυρο καριτέ, βούτυρο κλαριφιέ, βούτυρο κακάο, βούτυρο λεξικό γλώσσας πολωνικά, βούτυρο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βούληση στα πολωνικά - czyn, wola, będzie, będą, woli
  • βούρτσα στα πολωνικά - pędzel, cyklina, zmieść, zamiatać, zmiotka, wyszczotkować, oczyszczać, ...
  • βράγχιο στα πολωνικά - skrzele, wypatroszyć, blaszka, Gill
  • βράδι στα πολωνικά - wieczór, wieczorek, wieczorny, wieczorem, wieczoru, wieczora
Τυχαίες λέξεις
Βούτυρο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: maścić, omasta, masło, masła, butter, masłem, mas