Mieszkać στα ελληνικά

Μετάφραση: mieszkać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, διαμένω, κατοικώ, ζωντανός, εμμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Mieszkać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dekarbonizacja στα ελληνικά - απεξάρτησης από τον άνθρακα, απεξάρτηση από τον άνθρακα, εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αφαίρεσης του άνθρακα, απαλλαγή από άνθρακα
  • dojarka στα ελληνικά - γαλακτοπώλης, χωριατοπούλα, γαλακτοπώλισσα, κοπέλλα πού αρμέγει τις αγελάδες
  • drutować στα ελληνικά - σύρμα, καλώδιο
  • istotny στα ελληνικά - στερεός, προστακτική, σχετικός, σημαντικός, αξιόλογος, απαραίτητος, ουσιαστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Mieszkać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, διαμένω, κατοικώ, ζωντανός, εμμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει