Miewać στα ελληνικά

Μετάφραση: miewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθάνομαι, έχε, βρίσκομαι, έχω, υφή, είμαι, διανύω, νιώθω, είχε, είχαν, έπρεπε, έχει, ήταν
Miewać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplifikować στα ελληνικά - υπερβάλλω, παραλέω, μεγεθύνω, μεγεθύνετε, μεγέθυνση, μεγεθύνει, μεγεθύνουν
  • buńczuczny στα ελληνικά - τολμηρός, dashing, ορμώντας, ορμητικός, ορμήσει
  • eklektycznie στα ελληνικά - εκλεκτικά, τον κομψό, με τον κομψό
  • hydraulicznie στα ελληνικά - υδραυλικά, υδραυλικώς, υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικής
Τυχαίες λέξεις
Miewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθάνομαι, έχε, βρίσκομαι, έχω, υφή, είμαι, διανύω, νιώθω, είχε, είχαν, έπρεπε, έχει, ήταν