Mitygować στα ελληνικά
Μετάφραση: mitygować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριοπαθής, μετριάζω, μέτριος, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις
- cuchnący στα ελληνικά - σαπισμένος, χάλια, σαθρός, σαπρός, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
- dieta στα ελληνικά - διαιτολόγιο, επίδομα, διατροφή, επιχορήγηση, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, ...
- dziewoja στα ελληνικά - υπηρέτρια, πόρνη, κόρη, δυναμομετρικού κλειδιού, συγχρωτίζομαι μετά πόρνων
- introwertyk στα ελληνικά - εσωστρεφής, εσωστρεφή, εσωστρεφείς, εσωστρεφές, εσωστρεφούς
Τυχαίες λέξεις
Mitygować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, μετριάζω, μέτριος, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, μετριάζω, μέτριος, μέτρια, μέτριας, μέτριο