Modyfikować στα ελληνικά
Μετάφραση: modyfikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, επιμελούμαι, προσαρμόζω, εκδίδω, παραλλάζω, ρυθμίζω, τροποποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, τροποποιήσετε, τροποποιήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- comber στα ελληνικά - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
- fisharmonia στα ελληνικά - αρμόνιο, harmonium, αρμονίου
- fonetycznie στα ελληνικά - φωνητικώς, φωνητικής απόψεως, από φωνητικής απόψεως, ακουστικώς
- gwardian στα ελληνικά - κηδεμόνας, φύλακας, Guardian, φύλακα, Κηδεμόνα
Τυχαίες λέξεις
Modyfikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, επιμελούμαι, προσαρμόζω, εκδίδω, παραλλάζω, ρυθμίζω, τροποποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, τροποποιήσετε, τροποποιήσουν
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, επιμελούμαι, προσαρμόζω, εκδίδω, παραλλάζω, ρυθμίζω, τροποποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, τροποποιήσετε, τροποποιήσουν