Monopolista στα ελληνικά
Μετάφραση: monopolista, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλιακός, μονοπωλιακή, μονοπωλητής, μονοπωλητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bawidamek στα ελληνικά - γενναίος, γενναίου, ανδρείους, ανδρείοι, ευγενής
- chromatografia στα ελληνικά - Χρωματογραφία, Η χρωματογραφία, χρωματογραφίας, Chromatography, Ηχρωματογραφία
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- głoska στα ελληνικά - χαρακτήρας, γερός, φωνή, ήχος, τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Monopolista στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλιακός, μονοπωλιακή, μονοπωλητής, μονοπωλητή
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλιακός, μονοπωλιακή, μονοπωλητής, μονοπωλητή