Μονοπώλιο στα πολωνικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolista, monopolu, monopolem, monopolisty
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, μονοπώλιο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα πολωνικά - szlak, wyśledzić, wytropić, smuga, torowisko, trop, namierzać, ...
- μονοπάτια στα πολωνικά - przejście, ścieżka, szlak, droga, chodnik, szlaki, szlaków, ...
- μοντέλο στα πολωνικά - wzór, makieta, model, modelka, modelu, modelem
- μοντέρνος στα πολωνικά - współczesny, nowożytny, nowoczesny, nowoczesne, nowoczesnym, nowoczesna, nowoczesnych
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: monopol, monopolista, monopolu, monopolem, monopolisty
Μεταφράσεις: monopol, monopolista, monopolu, monopolem, monopolisty