Mruczeć στα ελληνικά

Μετάφραση: mruczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρινιάζω, μουγκρίζω, βουίζω, μουρμουρίζω, γουργουρίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
Mruczeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agencja στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • asceta στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
  • cieciorka στα ελληνικά - ρεβίθια, τα ρεβίθια, ρεβύθια, ρεβιθιών, των ρεβιθιών
  • ergonomia στα ελληνικά - Εργονομία, εργονομίας, η εργονομία, Εργονομικές, της εργονομίας
Τυχαίες λέξεις
Mruczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, μουγκρίζω, βουίζω, μουρμουρίζω, γουργουρίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν