Nów στα ελληνικά
Μετάφραση: nów, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τώρα, νέα σελήνη, νέο φεγγάρι, νέας σελήνης, τη Νέα Σελήνη, νέου φεγγαριού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- balastowanie στα ελληνικά - σαβουρώνω, σαβούρα, έρμα, βαρίδια, ερματισμού, ερματισμό, τον ερματισμό, ...
- biwakowanie στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
- gmin στα ελληνικά - δήμοι, δήμων, δήμους, τους δήμους, οι δήμοι
- gotycki στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
Τυχαίες λέξεις
Nów στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τώρα, νέα σελήνη, νέο φεγγάρι, νέας σελήνης, τη Νέα Σελήνη, νέου φεγγαριού
Μεταφράσεις: τώρα, νέα σελήνη, νέο φεγγάρι, νέας σελήνης, τη Νέα Σελήνη, νέου φεγγαριού