Λέξη: μέμφομαι
Σχετικές λέξεις: μέμφομαι
μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία
Συνώνυμα: μέμφομαι
κατακρίνω, επιπλήττω, κατηγορώ
Μεταφράσεις: μέμφομαι
μέμφομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reprehend, vituperate, animadvert, reproach, reprove
μέμφομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criticar, reproche, oprobio, afrenta, reproches, reprochar
μέμφομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tadeln, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe
μέμφομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vitupérer, réprimander, corriger, admonester, outrager, critiquer, reprocher, fronder, censurer, chapitrer, insulter, réprouver, injurier, blâmer, reproche, opprobre, reproches, reprocher à
μέμφομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vituperare, rimprovero, rimproverare, biasimo, vituperio, obbrobrio
μέμφομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
μέμφομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
μέμφομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порицать, критиковать, бранить, упрек, упрекнуть, упрекать, упрека, укор
μέμφομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bebreidelse, hån, vanære, spott, håne
μέμφομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår
μέμφομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta
μέμφομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
μέμφομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kritizovat, hanit, napomínat, vytknout, urážet, kárat, nadávat, tupit, hanět, vytýkat, výčitka, vyčítat, pohanění, útržku, potupu
μέμφομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ganić, strofować, kląć, wypominać, skrytykować, lżyć, krytykować, karcić, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie
μέμφομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat
μέμφομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
μέμφομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телячий, гудити, критикувати, засудіть, докір, закид
μέμφομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turp, qortim, turpi, turpi i, objekt përçmimi
μέμφομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
укор, позор, упрек, присмех, укоряване
μέμφομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрок, дакор, яго папрок, закід
μέμφομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vitrioliõli, väävelhape, etteheide, heita, etteheiteid, ette heita, teotuseks
μέμφομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koriti, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo
μέμφομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háðungar, háðung, spotti, vanvirða, skömm
μέμφομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
μέμφομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārmetums, pārmest, negods, pārmetumiem, pārmetumu
μέμφομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срам, прекор, укор, од срам, укори
μέμφομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reproș, ocară, ocara, reproșa, de ocară
μέμφομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kárat, očitek, sramota, zasmeh, sramoto, zasramovanje
μέμφομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritizovať, tupiť, výčitka