Λέξη: πάροδος
Σχετικές λέξεις: πάροδος
πάροδος ιεράς οδού 80 & κασσάνδρας 34, πάροδος english, πάροδος αγ. άννης 46 αγ .ι. ρέντης, πάροδος μαντινείας, πάροδος κηφισού 85, πάροδος αριστοτέλους 18 περιβόλα, πάροδος πάτρα, πάροδος σκουφά, πάροδος χατζηανέστη 14-16, πάροδος χατζηανέστη 16
Συνώνυμα: πάροδος
δρομάκι, πλάγια οδός, παρακαμπτήριος οδός, σταυροδρόμι
Μεταφράσεις: πάροδος
πάροδος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lane, alley, byway, crossroad, bystreet, side road, Lane
πάροδος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calle, callejuela, calleja, vereda, callejón, camino, camino apartado, Byway, desvío
πάροδος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfad, bahn, spur, weg, fahrspur, fahrbahn, gasse, allee, Nebenweg, byway, Seitenweg, Seitenwegs, Nebenstraße
πάροδος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acheminement, itinéraire, chemin, route, trajet, voie, ruelle, sphère, file, rue, allée, route secondaire, Byway, chemin détourné, petite route
πάροδος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vicolo, viuzza, strada, sentiero, scorciatoia, Byway, strada secondaria, diverticolo, Byway e
πάροδος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pista, paisagem, beco, atalho, Byway, do Byway, caminho secreto, O Byway
πάροδος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steeg, byway, zijweg, byway van, Bij wijze, Scenic Byway
πάροδος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рядность, тропа, переулок, кегельбан, проход, аллея, улочка, закоулок, тропинка, малоизученная область, Бивай, Тихая дорога, Байуэй, малоизученная
πάροδος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strede, allé, byway
πάροδος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gränd, byway, AVVÄG, bywayen, Medavvikelsefrånartikel, byway för
πάροδος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuja, rata, reitti, kaista, ajokaista, sivutie, byway, sivutielle, kulkutien
πάροδος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bane, stræde, sidevej, Byway, Uansetartikel
πάροδος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
alej, stromořadí, ulice, cesta, ulička, trať, trasa, dráha, zkratka, postranní cesta
πάροδος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaułek, uliczka, ulica, dróżka, aleja, droga, przejście, drożyna, ścieżka, alejka, tor, skrót, obejście, Byway, boczna droga
πάροδος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
köz, átjáró, tekepálya, mellékút, ösvény, mellékútja, ryni
πάροδος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karanlık yol, Byway, dolaşık yol, bir karanlık yol, ara yol
πάροδος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кегельбан, прибій, провулок, маловивчена
πάροδος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugë anësore, parrahur, i parrahur
πάροδος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страничен път, посредством затягащо, посредством затягащо средство
πάροδος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малавывучаная
πάροδος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahekäik, põiktänav, Sivutie
πάροδος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uličica, sokak, staza, aleja, putanja, drvored, hodnik, putić, sporedan put
πάροδος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byway
πάροδος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skersgatvis, gatvelė, keliukas, Apeiti, Stovas būdas, Blakusceļš, Trumpiausią kelią
πάροδος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aleja, blakusceļš, blakus nozare, īsākais ceļš
πάροδος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пропратен пат
πάροδος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
străduţă, alee, drumul secundar, byway, traseu secundar
πάροδος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pas, alej, proga, cesta, toki, stranski toki, Sporedan pot
πάροδος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cesta, dráha, ulička, pruh, skratka
Στατιστικά δημοτικότητας: πάροδος
Τυχαίες λέξεις