Nadpiłować στα ελληνικά

Μετάφραση: nadpiłować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είδα, πριόνι, πριονίζω
Nadpiłować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • animistyczny στα ελληνικά - ανιμιστικής, ανιμιστική, ανιμιστικές, ανιμιστικό, οι ανιμιστικές
  • apologeta στα ελληνικά - απολογητής, απολογητή, απολογητής της, απολογητής του, απολογητήςτων
  • chwat στα ελληνικά - λεπίδα, Chwat
  • igiełkowaty στα ελληνικά - ινώδους, βελονοειδή, βελονοειδής, αιχμηρά, βελονοειδείς
Τυχαίες λέξεις
Nadpiłować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είδα, πριόνι, πριονίζω